- αναγυμνώ
- ἀναγυμνῶ (-όω) (Α)απογυμνώνω, ξεσκεπάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + γυμνῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναναγυμνώ — όω, Α ξεγυμνώνω επίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναγυμνῶ «γυμνώνω, αποκαλύπτω»] … Dictionary of Greek